Lookup cumulative lexical entry: اضافة

  1. ἀναλογία
  2. ἀναφορά
  3. ἀποδίδωμι
    • ἀποδίδωμι (verb) Arist. Cat. ἐὰν ἀποδοθῇ = fa-in ǧuʿilat al-iḍāfatu
    • ἀποδίδωμι (verb) Arist. Cat. πρὸς ὃ λέγεται ἀποδοθῇ = yuḍāfu iḍāfatun
      ἐὰν μὴ οἰκείως πρὸς ὃ λέγεται ἀποδοθῇ ἀλλὰ διαμάρτῃ ὁ ἀποδιδούς Arist. Cat. 6b37 = mattā lam nuḍif ilā l-šayʾi llaḏī ilayhī yuḍāfu iḍāfatun muʿādalatan bal faraṭa l-muḍīfu BN 167a9
  4. ἀπόδοσις
  5. λόγος
  6. πρός
  7. συγκρίνω
  8. σχέσις
The database query could not be executed.