Lookup cumulative lexical entry: اعظم

  1. ἄτοπος
  2. ἐκπερισπασμός
  3. καλός
  4. κύριος
  5. λίαν
  6. μέγας
  7. μέγεθος
    • μέγεθος (noun) Arist. Meteor. μέγεθος μεῖζον ἐστιν
      τὸ τοῦ ἡλίου μέγεθος μεῖζόν ἐστιν ἢ τὸ τῆς γῆς Arist. Meteor. I 8, 345b2 = wa-ḏālika li-anna l-šamsa aʿẓamu mina l-arḍi 146
  8. μέγιστος
  9. μικρότατος
  10. τετραφαλαγγαρχία
  11. ὑπερέχω
The database query could not be executed.