Lookup cumulative lexical entry: اكل

  1. βιβρώσκω
  2. ἐσθίω
    • ἐσθίω (verb) Diosc. Mat. med.
      ἡ δὲ τοῦ πέπονος σὰρξ καὶ αὐτὴ πεπτική, οὐρητικὴ ἐσθιομένη I, 207.1 = al-biṭṭīḫu laḥmuhū munḍiǧun iḏā ukila adarra l-bawla Ibn al-Bayṭār Ǧāmiʿ I, 98.28
    • ἐσθίω (pass. part.) Galen An. virt.
      τῆς ἐξ ἑκάστου τῶν ἐσθιομένων τε καὶ πινομένων ἀπολαύσεως Galen An. virt. 36.1 = al-talaḏḏuḏu bi-kulli mā yuʾkalu aw yušrabu 12.5
  3. καρποφάγος
  4. παμφάγος
  5. ποηφάγος
  6. προσόψημα
The database query could not be executed.