Lookup cumulative lexical entry: بقى

  1. διασωζω
  2. λείπω
  3. λοιπός
  4. προπίπτω
  5. συναποθνήσκω
    • συναποθνήσκω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνίαις καὶ συγκαταγηράσκει τοῦτο τὸ πάθος καὶ συναποθνήσκει = wa rubbamā azmana hāḏā al-dāʾu ḥattā takburu al-imraʾatu wa tašību rubbamā bakā ilā l-mawti
  6. χρήσιμος
The database query could not be executed.