Lookup cumulative lexical entry: جف

  1. ἀναξηραίνω
  2. ἀποξηραίνω
  3. διαψύχω
    • διαψύχω (verb) Ps.-Plut. Placita διαψύχομαι = ǧaffa wa-barada
      ὅταν διαψυχθῇ τὸ σπέρμα καὶ τὸ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὸ τῆς γυναικός, ἀνόμοια γίνεσθαι τὰ παιδία Ps.-Plut. Placita 423a14 = wa-ḏālika annahū iḏā ǧaffa minā l-raǧuli wa-l-marʾati wa-barada kāna awlāduhum lā yušbihūnahum 68.4
  4. κατάξηρος
  5. ξηραίνω
  6. ξηρασία
  7. ξηρός
    • ξηρός (adj.) Arist. Meteor.
      διὸ ὑγρὰ πρῶτον, εἶτα ξηρὰ τέλος γίγνεται τὰ σηπόμενα Arist. Meteor. IV 1, 379a9 = wa-l-akwānu l-fāsidatu takūnu awwalan raṭbatan ṯumma taǧiffu aḫīran 1090
    • ξηρός (adj.) Arist. Meteor.
The database query could not be executed.