Lookup cumulative lexical entry: حدّد

  1. ἀφορίζομαι
  2. διορίζω
    • διορίζω (act. part.) Arist. Int. προσθέσεις διορίζουσαι = ziyādāt...li-yuḥaddida
    • διορίζω (verb) Arist. Poet. διωρίσθω = kāna ḥuddida
      περὶ μὲν οὖν τούτων διωρίσθω τοῦτον τὸν τρόπον Arist. Poet. 1, 1447b23 = fa-min qibali hāḏihī kāna ḥuddida hāḏā l-ḍarabu 222.6
    • διορίζω (pass. part.) Ptol. Hypoth. διωρισμένος
  3. ὁρίζομαι
  4. ὁρίζω
  5. προερέω
The database query could not be executed.