Lookup cumulative lexical entry: رمى

  1. ἀποβολή
  2. βάλλω
  3. βολή
    • βολή (noun) Erat. Cub. dupl. al-quwwatu fī l-ramī
      εἰ μέλλει καὶ ἡ βολὴ ἀνάλογον ἐπαυξηθῆναι Erat. Cub. dupl. 90.26 = allatī tazīdu fī l-quwwati fī l-ramī ʿalā hāḏā l-miqdāri 155.1
  4. διαρρίπτω
  5. ἐγχειρέω
  6. ἐκβάλλω
  7. προσβάλλω
  8. προσρίπτω
  9. προσχέω
  10. προφέρω
  11. ῥίπτω
  12. ῥῖψις
  13. στερέω
The database query could not be executed.