Lookup cumulative lexical entry: ستر

  1. ἀντιφράζω
  2. ἀντίφραξις
  3. ἀντιφράττω
  4. ἐγκαλύπτομαι
  5. επικαλυπτω
  6. ἐπιπρόσθεσις
  7. ἐπισκιάζω
  8. κενεμβατέω
  9. κρυπτός
  10. κρύπτω
  11. περιθέω
    • περιθέω (verb) Arist. Gener. anim. ὥσπερ ἂν εἴ τις περιθείη περί τε τὸ ἔμβρυον = ka-innahu satratun tasturu l-ǧanīna
  12. σκεπάζω
  13. σκεπαστικός
  14. σκέπη
    • σκέπη (noun) Arist. Phys. τῆς τοῦ καρποῦ ἕνεκα σκέπης = min qibali sitri l-ṯamarati wa-waqāʾihā
  15. σκιάζω
The database query could not be executed.