Lookup cumulative lexical entry: سقط

  1. ἄμβλωσις
  2. ἀποβάλλω
  3. ἀπόλλυμι
  4. ἀποπίπτω
  5. ἀποχωρέω
  6. ἀφαιρέω
  7. διαφθείρω
  8. διαφθορά
  9. ἐκβάλλω
  10. ἐκβολή
  11. ἐκπίπτω
  12. ἐκπίτνω
  13. ἔκρυσις
    • ἔκρυσις (noun) Arist. Gener. anim. καλοῦσι τὰς τότε γιγνομένας τῶν κυημάτων φθορὰς ἐκρύσεις = yusammūna l-bayḍu allaḏī yubāḍu qabla l-tamāmi siqtan wa fasādan
  14. ἐκτιτρώσκω
  15. ἐκτρωσμός
  16. ἐμπίπτω
  17. ἐξάμβλωσις
  18. καταπίπτω
  19. καταφέρω
  20. λανθάνω
  21. μεταπίπτω
  22. πίπτω
  23. πτερορρυέω
    • πτερορρυέω (verb) Plot. πτερορρυῆσαι = فتسقط ريشها
      ῎Ενθα καὶ συμβαίνει αὐτῇ τὸ λεγόμενον πτερορρυῆσαι καὶ ἐν δεσμοῖς τοῖς τοῦ σώματος IV 8, 4.22 = فتسقط ريشها وتكون في البدن 110.4
  24. ὑπεξαιρέω
  25. φθορά
The database query could not be executed.