Lookup cumulative lexical entry: شاب

  1. ἀμετάπειστος
  2. γηράσκω
  3. κοινωνέω
  4. νεάνισκος
  5. νέος
  6. παῖς
  7. πολιόω
  8. συγκαταγηράσκω
    • συγκαταγηράσκω (verb) Arist. Gener. anim. ἐνίαις καὶ συγκαταγηράσκει τοῦτο τὸ πάθος καὶ συναποθνήσκει = wa rubbamā azmana hāḏā al-dāʾu ḥattā takburu al-imraʾatu wa tašību rubbamā bakā ilā l-mawti
    • συγκαταγηράσκω (verb) Arist. Gener. anim. συγκαταγηράσκει ἢ πολὺν ἐμμένει χρόνον = yalbaṯu zamānan kaṯīran wa yabqī ḥattā tašību l-marʾatu
The database query could not be executed.