Lookup cumulative lexical entry: عبّر

  1. διαβαίνω
  2. διαπορεύω
    • διαπορεύω (verb) Arist. Eth. Nic.
      οὐ μόνον ... γραμμὴν διαπορεύεται Arist. Eth. Nic. X 4, 1174b1 = lā yaʿburu ʿalā ḫaṭṭin faqaṭ 541.10
  3. διέρχομαι
  4. ερμηνευω
  5. κατορθόω
  6. περιλαμβάνω
  7. φημί
The database query could not be executed.