Lookup cumulative lexical entry: لقىً

  1. ἄνηβος
  2. ἀντιθλίβω
  3. ἀπόβρέχω
    • ἀπόβρέχω (verb) Rufus Ict.
      ὄξος ἐν ᾧ ἀριστολοχία καὶ σκίλλα ἀπεβράχη Rufus Ict. fr. 14 = al-ḫallu llaḏī yulqā fīhi l-isqīlu 72
  4. ἀποκρίνω
  5. απτω
  6. ἀφίημι
  7. ἐντυγχάνω
  8. ἐπιβολή
  9. λεκάνη
  10. παθητικός
  11. πάσχω
  12. προσπίπτω
  13. συμπίτνω
    • συμπίτνω (verb) Erat. Cub. dupl.
      καὶ συμπιπτέτω τῇ ΕΘ ἐκβληθείσῃ κατὰ τὸ Κ Erat. Cub. dupl. 92.9 = wa-nafaḏahū ḥattā yalqā ḫaṭṭu HṬ ʿalā nuqṭati K 155.9
  14. ὑπομένω
    • ὑπομένω (pass. part.) Arist. Eth. Nic.
      ὑπομένοντες τὰ φοβερά Arist. Eth. Nic. X 8, 1178b13 = kānū yalqawna l-ašyāʾa l-mufziʿata 565.13
The database query could not be executed.