Lookup cumulative lexical entry: مجهول

  1. ἀγνοέω
  2. ἄγνοια
    • ἄγνοια (noun) Arist. Rhet. οὐ γάρ ἐστιν ἄγνοια αἰτία = al-ʿillatu fī ḏālika ġayru maǧhūlati
  3. ἀγνώμων
  4. ἀγνώς
  5. ἄγνωστος
  6. ἄγνωτος
  7. ἄδηλος
  8. ἀναιδής
  9. ἀπογιγνώσκω
  10. ἀσαφής
  11. ἄσημος
  12. ἀφανής
The database query could not be executed.