Lookup cumulative lexical entry: ناطقي

  1. λογικός
    • λογικός (adj.) Plot. τῆς λογικωτέρας = الناطقية
      Ψυχῆς δὲ ἔργον τῆς λογικωτέρας νοεῖν μέν, οὐ τὸ νοεῖν δὲ μόνον IV 8, 3.22 = فأما عمل النفس الناطقية فهو أن يعقل ويعلم ويفعل فعلا آخر غير العلم 106.7
The database query could not be executed.