Lookup cumulative lexical entry: سقط

  1. ἄμβλωσις
    • ἄμβλωσις (noun) Arist. Gener. anim. siqṭ
  2. ἀποβάλλω
    • ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀποβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
  3. ἀπόλλυμι
    • ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
    • ἀπόλλυμι (verb) Artem. Onirocr.
  4. ἀποπίπτω
    • ἀποπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
  5. ἀποχωρέω
    • ἀποχωρέω (verb) Hippocr. Superf.
  6. ἀφαιρέω
    • ἀφαιρέω (verb) Eucl. El. ἀφῃρήσθω
  7. διαφθείρω
    • διαφθείρω (verb) Hippocr. Superf.
  8. διαφθορά
    • διαφθορά (noun) Arist. Hist. anim.
  9. ἐκβάλλω
    • ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐκβάλλω (verb) Artem. Onirocr.
  10. ἐκβολή
    • ἐκβολή (noun) Artem. Onirocr.
  11. ἐκπίπτω
    • ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐκπίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • ἐκπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
    • ἐκπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
  12. ἐκπίτνω
    • ἐκπίτνω (verb) Hippocr. Superf.
  13. ἔκρυσις
    • ἔκρυσις (noun) Arist. Gener. anim. καλοῦσι τὰς τότε γιγνομένας τῶν κυημάτων φθορὰς ἐκρύσεις = yusammūna l-bayḍu allaḏī yubāḍu qabla l-tamāmi siqtan wa fasādan
  14. ἐκτιτρώσκω
    • ἐκτιτρώσκω (verb) Arist. Hist. anim.
  15. ἐκτρωσμός
    • ἐκτρωσμός (noun) Arist. Hist. anim.
  16. ἐμπίπτω
    • ἐμπίπτω (verb) Ps.-Plut. Placita
  17. ἐξάμβλωσις
    • ἐξάμβλωσις (noun) Hippocr. Genit.; Nat. puer.
  18. καταπίπτω
    • καταπίπτω (verb) Arist. Phys. κατέπεσεν
  19. καταφέρω
    • καταφέρω (verb) Ps.-Plut. Placita
    • καταφέρω (verb) Ps.-Plut. Placita
  20. λανθάνω
    • λανθάνω (verb) Hippocr. Aer. yasquṭ ʿanhu
  21. μεταπίπτω
    • μεταπίπτω (verb) Hippocr. Superf.
  22. πίπτω
    • πίπτω (act. part.) Aelian. Tact. πεσόντος
    • πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • πίπτω (verb) Artem. Onirocr.
    • πίπτω (act. part.) Hippocr. Genit.; Nat. puer. πεσοῦσαν
  23. πτερορρυέω
    • πτερορρυέω (verb) Plot. πτερορρυῆσαι = فتسقط ريشها
      ῎Ενθα καὶ συμβαίνει αὐτῇ τὸ λεγόμενον πτερορρυῆσαι καὶ ἐν δεσμοῖς τοῖς τοῦ σώματος IV 8, 4.22 = فتسقط ريشها وتكون في البدن 110.4
  24. ὑπεξαιρέω
    • ὑπεξαιρέω (pass. part.) Nicom. Arithm. ὑπεξαιρουμένου
  25. φθορά
    • φθορά (noun) Artem. Onirocr. yasquṭu...fa-tafsidu
The database query could not be executed.