Lookup cumulative lexical entry: سوء

  1. ἀηδής
    • ἀηδής (adj.) Artem. Onirocr.
  2. ἀπορία
    • ἀπορία (noun) Artem. Onirocr. wa-sūʾu l-ḥāli
  3. ἀσεβής
    • ἀσεβής (adj.) Artem. Onirocr.
  4. ἀταξία
    • ἀταξία (noun) Aelian. Tact. διὰ τὴν ἀταξίαν = li-sūʾi taʿbiyatihim
  5. ἄτοπος
    • ἄτοπος (adj.) Artem. Onirocr.
  6. δυστυχία
    • δυστυχία (noun) Arist. Phys. sūʾu l-baḫti
  7. δυσχερής
    • δυσχερής (adj.) Arist. Rhet. sūʾu l-himmati
  8. ἕξις
    • ἕξις (noun) Arist. Gener. anim. sūʾu mizāǧin
  9. κακία
    • κακία (noun) Arist. Rhet.
  10. κακοήθεια
    • κακοήθεια (noun) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-ḫulqi
  11. κακοποιός
    • κακοποιός (adj.) Arist. Phys. τὸ κακοποιόν = sūʾu fiʿlihā
      ἡ δ᾿ ἑτέρα μοῖρα τῆς ἐναντιώσεως πολλάκις ἂν φαντασθείη τῷ πρὸς τὸ κακοποιὸν αὐτῆς ἀτενίζοντι τὴν διάνοιαν οὐδ᾿ εἶναι τὸ παράπαν Arist. Phys. I 9, 192a15 = wa-ammā hāḏihi l-ṭabīʿatu l-uḫrā llatī hiya aḥadu ǧuzʾay l-muḍāddati fa-kaṯīran mā tuḫayyalu li-man taʾammala bi-ḏihnihī sūʾa fiʿlihā annahā laysati l-battata
  12. κακός
    • κακός (adj.) Galen An. virt. insānun sūʾun
      οὐχ ὡς νοσῶν ἀλλ' ὡς ἑκὼν κακὸς <κακῶς> δοξάζεται Galen An. virt. 50.14 = wa-llaḏī ʿalayhī l-raʾyu fī man kānati hāḏihi ḥāluhū annahū insānun sūʾun lā min qibali annahū marīḍu l-nafsi bal min qibali irādatihī 23.12
  13. κακουργία
    • κακουργία (noun) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-fiʿāli
  14. καχύποπτος
    • καχύποπτος (adj.) Arist. Rhet. sem. etym.; sūʾu l-ẓanni
  15. μοχθηρός
    • μοχθηρός (adj.) Galen In De off. med.
    • μοχθηρός (adj.) Galen Med. phil.
  16. ὄχλος
    • ὄχλος (noun) Artem. Onirocr. qawmu sūʾin
  17. πονηρός
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
    • πονηρός (adj.) Artem. Onirocr.
  18. φαῦλος
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα
    • φαῦλος (adj.) Arist. Rhet. τὰ φαῦλα
The database query could not be executed.