Lookup cumulative lexical entry: ضحّاك

  1. γελαστικός
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag.
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
    • γελαστικός (adj.) Porph. Isag. τὸ γελαστικόν
The database query could not be executed.