Lookup cumulative lexical entry: منقاد

  1. επηκοος
    • επηκοος Them. In De an.
  2. ἐπιπειθής
    • ἐπιπειθής (adj.) Arist. Eth. Nic. τὸ ἐπιπειθὲς λόγῳ = munqādun li-l-nuṭqi
  3. συγκατατίθημι
    • συγκατατίθημι (pass. part.) Alex. An. mant. [Lib. arb.] συγκατατιθέμενα
  4. ὑπήκοος
    • ὑπήκοος (noun) Arist. Eth. Nic. τῶν νόμων ὑπηκόους = munqādun li-l-nawāmīsi
The database query could not be executed.