1Χαιρεδέμο ⁝ τόδε σμα ⁝ πατὲρ ἔστε[σε] ←
2[θ]ανόντος ⁝ / Ἀνφιχάρ<ε>ς ⁝ ἀγαθὸν ⁝ παῖδα ὀ– →
3λοφυρόμενο[ς. ⁝] / Φαίδιμος ἐποίε. ←
1Dieses Grabmal für den toten Chairedemos hat der Vater
2errichtet, Anphichares, der sein gutes Kind
3beklagend. – Phaidimos fertigte es.